- Ὀνητορίδης
- Ὀνητορίδης: son of Onētor, Phrontis, Od. 3.282.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
Ὀνητορίδης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνητορίδην — Ὀνητορίδης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὀνητορίδου — Ὀνητορίδης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)